- ατράχηλος
- -η, -ο (Α ἀτράχηλος, -ον)1. αυτός που δεν έχει τράχηλο2. αυτός που έχει κοντό και χοντρό τράχηλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτράχηλος — without neck masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτράχηλον — ἀτράχηλος without neck masc/fem acc sg ἀτράχηλος without neck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτραχήλους — ἀτράχηλος without neck masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτραχήλῳ — ἀτράχηλος without neck masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτράχηλοι — ἀτράχηλος without neck masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
ἀτραχήλωι — ἀτραχήλῳ , ἀτράχηλος without neck masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)